-
1 ayrıcalık
προνόμιο, προτεραιότητα -
2 imtiyaz
προνόμιο -
3 prérogative
προνόμιο -
4 privilège
προνόμιο -
5 privilegium
προνόμιο -
6 výsada
προνόμιο -
7 franchise
προνόμιο -
8 prerogative
προνόμιο -
9 prerogatywa
προνόμιο -
10 льгота
-
11 привилегия
привилегия ж το προνόμιο' давать \привилегияи δίνω προνόμια* * *жτο προνόμιοдава́ть привиле́гии — δίνω προνόμια
-
12 прерогатива
-ы θ.προνόμιο•прерогатива власти προνόμιο εξουσίας.
-
13 запатентовывать
καταχυρώνω το προνόμιο (της ευρεσιτεχνίας), πατεντάρω (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запатентовывать
-
14 зарегистрировать
εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ, πρωτοκολλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарегистрировать
-
15 лицензия
η άδει/ατο προνόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лицензия
-
16 лыжи
мн. τα χιονοπέδιλα, τα σκί (ξεν.) 2. (скидка) η έκπτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лыжи
-
17 преимущество
η υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημα, το προνόμιοступенчатое - (одной передачи над другой) ιεραρχική -, κλιμακωτή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преимущество
-
18 прерогатива
το προνόμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прерогатива
-
19 привилегия
το προνόμιο, το πλεονέκτημα, το προτέρημα, το προσόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привилегия
-
20 приоритет
η προτεραιότητα, το προνόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приоритет
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… … Dictionary of Greek
προνόμιο — το 1. δικαίωμα αποκλειστικό: Τα προνόμια του πατριαρχείου. 2. μτφ., ό,τι σπάνιο έχει κάποιος από τη φύση ή ως απόκτημα: Στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει με της αντρείας τ αμάραντα προνόμια (Μαβίλης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδικία — ἡ, Α [πρόδικος] 1. το δικαίωμα ή το προνόμιο τού να δικαστεί κανείς πριν από κάποιον άλλο («δεδόχθαι τοῑς ἱερομνήμοσι, Σατύρωι καὶ Τεισάνδρωι καὶ Φαινίωνι δοῡναι προδικίαν καὶ ἀσφάλειαν καὶ επιτιμίαν», επιγρ.) 2. το προνόμιο ή το αξίωμα τού… … Dictionary of Greek
Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — (ΑΕΑΙ). Προνομιούχος εμπορική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1600 στην Αγγλία. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε τον 16ο αι., το αγγλικό κράτος παραχωρούσε σε ορισμένες εμποροναυτιλιακές εταιρείες, το αποκλειστικό προνόμιο να εμπορεύονται με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… … Wikipedia
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
γέρας — το (AM γέρας) 1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο αρχ. 1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή 2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς 3. δώρο 4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και… … Dictionary of Greek
ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… … Dictionary of Greek
πριβιλέγιον — και πριβιλίγιον και πριβιλήγιον και πριβηλήγιον και πριμιλέγιον και πριμιλίγιον και πριμιγίλιον και πριμηγίλιον, τὸ, Μ 1. ιδιωτικός νόμος, που θεσπίστηκε προκειμένου να εφαρμοστεί από έναν μόνο πολίτη 2. (κατ επέκτ.) προνόμιο που ισχύει για… … Dictionary of Greek
προνομιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που καθιερώνεται με προνόμιο ή που έχει τον χαρακτήρα προνομίου (α. «προνομιακή μεταχείριση» β. «προνομιακό δικαίωμα») 2. φρ. «προνομιακό δασμολόγιο» καθεστώς μειωμένων εισαγωγικών δασμών που καθιερώνει ένα κράτος για όλα ή για… … Dictionary of Greek